πολυγαμικός

πολυγαμικός
η , ό[ν] полигамный, относящийся к полигамии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πολυγαμικός" в других словарях:

  • πολυγαμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πολυγαμία: Πολυγαμικός θεσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυγαμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυγαμία 2. φρ. «πολυγαμική οικογένεια» οικογένεια που αποτελείται από ένα κεντρικό πρόσωπο, άνδρα ή γυναίκα, από τις ή τους συζύγους του και από τα παιδιά τους. επίρρ... πολυγαμικά Ν κατά τρόπο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»